Aπό τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, τον έχουν χαρακτηρίσει ως «σύγχρονο Αριστοφάνη». Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε σα σήμερα 2 Φεβρουαρίου το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Εύπορη η οικογενειά του με τον πατέρα του να θέλει να τον κάνει παπά αλλά λόγω χρεωκοποίας του πατέρα του πάει στη Ρωσία και δουλεύει κοντά σε κάποιο θείο του. Δεν του άρεσε, τα μαζεύει και έρχεται Ελλάδα και γράφεται στη Φιλοσοφική Αθηνών. Πτυχίο δεν πήρε ποτέ του, απο τα Λατινικά. Εγραφε μια εφημερίδα μόνος του, 4 σελίδων που ο Δροσίνης την ονόμασε ο Ρωμηός. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας 1907,1908,1909,1911 και 1912. Ηταν παντρεμένος με την Μαρή Κωνσταντινίδη με την οποία απέκτησε 5 παιδιά. Πέθανε στις 26 Αυγούστου το 1919 στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.
“Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη
μασκαρευτήκαν ονείρατα,
ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας
μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα κι αυτό είναι ωραίο
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει,
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς. Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;…